- Πυθικοῦ
- Πῡθικοῦ , Πυθικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DACTYLICAE Tibiae — ad ὑπορχήματα olim adhibitae, sicut Spondaicae ad hymnos Deorum, inaequalia habuêre intervalla, qualia sunt in temporibus dactyli pedis, unde iis nomen. Iul. Caes. Scalig. Poetic. l. 1. c. 20. Inventum autem dactylus Idaeorum Dactylorum dicitur… … Hofmann J. Lexicon universale
ιαμβικός — ή, ό (Α ἰαμβικός, ή, όν) [ίαμβος] 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους 2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από … Dictionary of Greek
σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
Μύρινα — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μικράς Ασίας, στη δυτική παραλία της Μυσίας, στις εκβολές του ποταμού Πυθικού, μεταξύ των πόλεων Κύμης και Γρυνείου. Η πόλη αυτή, που ονομαζόταν και Σμύρνα, πήρε μέρος τον 5o αι. π.Χ. στη Δηλιακή συμμαχία… … Dictionary of Greek